- κληρίον
- κληρ-ίον, τό, Dim. of κλῆρος (A) 11.2, AP6.98 ([place name] Zonas), PLond.2.370.1 (ii/iii A.D.).II [dialect] Dor. [full] κλάρια [ᾱ], τά, bonds, notes for debt, Plu.Agis13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κληρίον — κληρίον, τὸ (Α) [κλήρος] (υποκορ. τού κλήρος) μικρή κληρονομιά, μικρό κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά … Dictionary of Greek
κληρίον — bonds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήριον — κλήριος masc/fem acc sg κλήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρία — κληρίον bonds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάρια — Προσωνυμία της Άρτεμης, που λατρευόταν μαζί με τον Κλάριο Απόλλωνα στη μικρή πόλη της Ιωνίας, Κλάρο. Η Κ. Άρτεμη απεικονίζεται συνήθως μαζί με τον Απόλλωνα σε νομίσματα της Κολοφώνας του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. και μοιάζει με την Εφέσια. * * *… … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek